- νοσταλγικός
- [носталгикос] επ ностальгический.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
νοσταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία ή αυτός που προκαλεί νοσταλγία. επίρρ... νοσταλγικώς και ά με νοσταλγικό τρόπο, με νοσταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Εμμ. Λυκούδη] … Dictionary of Greek
νοσταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία: Νοσταλγικό το χώμα σου γλυκιά μου Αθήνα (Μαλακάσης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)